Προφυλακιστέος κρίθηκε σήμερα (07/06) ο 39χρονος καθ’ ομολογίαν δολοφόνος της 63χρονης μητέρας της καλύτερης του φίλης στη Χαλκίδα, την οποία αφού σκότωσε, της άρπαξε 7.000 ευρώ και πήγε να παίξει τυχερά παιχνίδια, καθώς, όπως λέει, ήταν εθισμένος.
«Υπήρχαν μέρες που έχανα τον μισθό μου»
Στην απολογία του, την οποία φέρνει στο φως η εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα» αναφέρεται αρχικά στην εξάρτησή του από τον τζόγο λέγοντας: «Είμαι ένας καλόκαρδος άνθρωπος που είχα την ατυχία να εθιστώ στον τζόγο. Συγκεκριμένα άρχισα να στοιχηματίζω σε αγώνες πριν περίπου 10 χρόνια. Για μικρά χρονικά διαστήματα προσπαθούσα με τις δικές μου δυνάμεις να ξεκόψω αλλά πάντα ξανακυλούσα στον διαδικτυακό στοιχηματισμό. Υπήρχαν μέρες που μέσα σε λίγες ώρες έχανα τον μισθό μου. Ο τζόγος για εμένα είναι όπως η κατανάλωση καφέ και το κάπνισμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να έχω απλήρωτους λογαριασμούς. Δανειζόμουν από γνωστούς και φίλους, είχα δανειστεί και από τη Νάντια (σ.σ. κόρη του θύματος) και είχα παρακρατήσει και χρήματα από παραγγελίες που της πήγαινα. Λυπάμαι για το μεγάλο κακό που της προκάλεσα. Θα της αποδοθεί το χρηματικό ποσό που αφαίρεσα από την οικία της».
«Βρισκόμουν σε απόγνωση»
Για τη δολοφονία της 63χρονης: «Την γνωρίζω από παιδί (σ.σ. την Νάντια), ήξερα την μητέρα της και τον μπαμπά της που είχε πεθάνει πριν από ένα χρόνο. Την συγκεκριμένη μέρα είχαμε πάει για καφέ, συζητήσαμε τα νέα μας και μου είπε για τη μαμά της, ότι είχε άτομο να είναι μαζί της και ότι άφηνε το κλειδί σε μία γλάστρα. Μου είχε πει πιο παλιά ότι μάζευε κάτι οικονομίες και τις είχε στο σπίτι. Βρισκόμουν σε απόγνωση και σκέφτηκα ότι εάν έπαιρνα τα χρήματα θα κάλυπταν τις οικονομικές μου ανάγκες, έστω προσωρινά.
Περίπου στις 2 το μεσημέρι αποφάσισα να πάω και να πάρω τα χρήματα. Επειδή ήξερα ότι ήταν κατάκοιτη θεώρησα ότι θα ήταν εύκολο και δεν θα με καταλάβαιναν. Άφησα το αυτοκίνητο αριστερά από την αυλόπορτα, την άνοιξα, ήταν κλειστή και όχι κλειδωμένη, έψαξα για το κλειδί, το βρήκα, άνοιξα την πόρτα και όταν είδα την κυρία Μαρία όρθια με το πι τα έχασα. Όταν με αντίκρυσε με ρώτησε “τι θες εδώ;” ήμουν σε κατάσταση σοκ, το μόνο που πλανήθηκε στο μυαλό μου ήταν ότι με πιάσανε, την τράβηξα από το χέρι, την έσπρωξα από τις σκάλες, το πι έμεινε έξω από την πόρτα. Εκείνη φώναζε “βοήθεια, τι κάνεις, σε αγαπάω”. Πήγα μέσα, άνοιξα τα συρτάρια πήρα ένα μαχαίρι, ήταν μεγάλο, την έσπρωξα ξανά, μου μίλαγε ακόμα, τη χτύπησα με το μαχαίρι στο λαιμό, στο πλάι αρκετές φορές για να σταματήσει, γιατί φοβόμουν ότι θα μας άκουγαν. Όταν σταμάτησε να μιλάει έψαξα για τα χρήματα. Ήμουν τυχερός και μόλις άνοιξα τη ντουλάπα και έκανα στην άκρη τα ρούχα, τα πήρα και μετά πήγα στο δωμάτιο της κυρίας Μαρίας και άνοιξα το συρτάρι, είδα ότι είχε χαρτιά, χρυσαφικά, τα έβγαλα έξω, πήρα τα λεφτά και έφυγα. Πήρα μαζί μου το μαχαίρι».
«Εκλιπαρώ για συγχώρεση»
Παράλληλα, ανέφερε πως: «Δυστυχώς έτσι έγιναν τα πράγματα. Μακάρι να μην ήταν έτσι. Δεν μπορώ να καταλάβω μέχρι σήμερα τι με ώθησε να κάνω αυτή την αποτρόπαια πράξη που έχω μετανιώσει και εκλιπαρώ για συγχώρεση. Κάθε μέρα που πήγαινα στη δουλειά περνώντας από την υψηλή γέφυρα, σκεφτόμουν να αυτοκτονήσω. Επίσης ήθελα να παραδοθώ, αλλά τελευταία στιγμή το μετάνιωνα γιατί φοβόμουν, ντρεπόμουν και ήλπιζα να με συλλάβουν ώστε να λυτρωθώ».